Δευτέρα 30/07, ώρα 22:30, Οινόη. Με το σακίδιο στη πλάτη και τη φωτογραφική μου Nikon FM2 υπό μάλης, ως άλλος backpacker, περιμένω, μαζί με τους γονείς μου, το τρένο για τη Θεσσαλονίκη. Στο σταθμό υπάρχουν 2-3 ακόμη ταξιδιώτες και 2 άνθρωποι του σταθμού. Στο απέναντι καφέ μερικοί μετανάστες πίνουν μαζεμένοι σε ένα τραπέζι. Τα τριζόνια συμπληρώνουν τo βραδινό σκηνικό. Πραγματικά δεν μπορώ να καταλάβω πως στον ΟΣΕ αποφάσισαν να αντικαταστήσουν για δεύτερο σταθμό στην Αττική του τρένου προς τη Θεσσαλονίκη, το σταθμό του Αγ. Στεφάνου, που είναι κεντρικότατος και εύκολα προσβάσιμος για τους κατοίκους των βορειότερων προαστίων, με αυτόν της Οινόης, που είναι στη μέση του πουθενά, σε μία βιομηχανική ζώνη, μακριά και με δυσκολία προσέγγισης.
Η ώρα πλησιάζει έντεκα και ο σταθμάρχης ανακοινώνει την άφιξη της αμαξοστοιχίας 504 με προορισμό τη Θεσσαλονίκη. Αφού αποχαιρετώ τους γονείς μου, επιβιβάζομαι, ρωτώντας τον ελεγκτή του τρένου για το σωστό βαγόνι. Είχα κλείσει κουκέτα, πληρώνοντας 9 ευρώ επιπλέον, για να κοιμηθώ έστω 5 ώρες, μιας και ακολουθούσε μετά το ατελείωτο ταξίδι για Βελιγράδι. Σε μία εξάκλινη σχεδόν γεμάτη καμπίνα, πήρα το κάτω δεξιά κρεβάτι. Ο ελεγκτής σημείωσε τα απαραίτητα στο πάσο μου και αφού στρίμωξα τα μπαγκάζια ξάπλωσα, προσπαθώντας να προσαρμοστώ στο στενό κρεβάτι. Ο μονότονος θόρυβος του τρένου, η ζέστη και τα περαστικά φώτα δεν μου επέτρεψαν να κοιμηθώ εύκολα. Το ξαφνικό ξύπνημα, από τα διαδοχικά χτυπήματα του υπευθύνου του βαγονιού στις πόρτες, σηματοδότησε την άφιξη του τρένου στη συμπρωτεύουσα. Ήταν γύρω στις 5:20 το πρωί.
Ετικέτες Ταξίδια